Οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα συνεχίζονται μέχρι τον ύστερο 18ο αιώνα στη δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και την Αλβανία και ο Κοσμάς Αιτωλός θα αναδειχθεί στον πρωτεργάτη της πάλης ενάντιά τους. Πρόδρομος και πνευματικός μέντοράς του, σχετικά άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, υπήρξε ο Βορειοηπειρώτης ιερομόναχος από τη Μοσχόπολη, Νεκτάριος Τέρπος (γεννήθηκε μεταξύ 1675 και 1690 και απεβίωσε μεταξύ 1740 και 1741), τόσο με τη δράση του όσο και με τα βιβλία του. Ανάμεσά τους το Βιβλιάριον, καλούμενον Πίστις, το οποίο γνώρισε 12 εκδόσεις, μεταξύ 1732 και 1818.*
H παλιά εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας χτίστηκε τέλη του 5ου αρχές του 6ου αιώνα και έπαψε να στέκει όρθια από το βάρος των αιώνων, είτε από κάποια άλλη αιτία: καταστροφή από φωτιά, από επιδρομές βαρβάρων ή από σεισμό, στα τέλη του 17ου αιώνα. Στη διάρκεια των 12 αιώνων η εκκλησία επισκευάστηκε μερικές φορές. Μας το επιβεβαίωσε ο αρχαιολόγος κ. Τσιόντης από τα ευρήματα οικοδομικών υλικών διαφόρων περιόδων. Στην τελευταία ερείπωση η εικόνα της Αγίας Βαρβάρας βρέθηκε από τους χωρικούς στην κορυφή του λόφου. Την πήραν και την τοποθέτησαν ξανά στην μισογκρεμισμένη εκκλησία. Την επομένη η εικόνα βρέθηκε ξανά στην κορυφή του λόφου και αφού αυτό το θαυματουργό γεγονός επαναλήφθηκε, τότε οι χωρικοί των χωριών Αλύκο, Τσαούσι και Τρέμουλη αποφάσισαν και έκτισαν την εκκλησία στην κορυφή του λόφου, στο μέρος όπου επέλεξε η Αγία, εκεί όπου η θέα ήταν εξαιρετική, στο μέρος όπου βρίσκεται και σήμερα.
«Η αναστάσιμη ελπίδα δεν αναφέρεται σε κάποια αόριστη ιδέα, αλλά είναι συνδεδεμένη με ένα Πρόσωπο, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο οποίος εκουσίως υπέστη φρικτά βασανιστήρια, σταυρώθηκε νικώντας τον θάν...
Ο Παπαδημήτρης, ή Δημήτρης Στεφάνου της οικογένειας Παπαδημαίων της Νίβιτσας, εφημέριος του χωριού και ηγούμενος της Μονής Κοκαμιάς σε μια ιδιόχειρη σημείωση στο πρώτο φύλλο του θαυματουργού Ευαγγελίου, με ημερομηνία Αυγούστου 1643 μας έδινε την πληροφορία ότι:
Η εἰρηνική συμβίωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων μπορεῖ γενικά νά προέλθει ἀπό δύο ἀντίθετες ἀφετηρίες. Εἴτε ἀπό τήν ἀδιαφορία γιά τη θρησκευτική ἐμπειρία, εἴτε ἀπό τή συνειδητή βίωση τῆς βαθύτερης οὐσίας τῆς θρησκείας, ὅπως προβάλλει στή ζωή πολλῶν ἐξαιρετικῶν προσωπικοτήτων ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἀντιστρόφως, ἡ θρησκευτική μισαλλοδοξία καί ἡ ἐχθρότητα ἀνάμεσα σέ συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες εἶναι δυνατόν να ἀναπτυχθοῦν εἴτε ἀπό σπέρματα θρησκευτικοῦ τύπου, ἕναν ἀκραῖο φανατισμό, εἴτε ἀπό μή θρησκευτικές ρίζες, π.χ. παράγοντες πολιτικούς, ἐθνικιστικούς ἤ αἰτίες ψυχολογικές, ἰδιοτελεῖς, πού ζητοῦν να χρησιμοποιήσουν τή θρησκεία γιά ἄλλες ἐπιδιώξεις.