Γιατί το Ορθόδοξο και το Καθολικό Πάσχα είναι σε διαφορετικές ημερομηνίες;

Γιατί το Ορθόδοξο και το Καθολικό Πάσχα είναι σε διαφορετικές ημερομηνίες;

Η Ελλάδα αναμένει το Πάσχα στις 5 Μαΐου, ενώ η δυτική Ευρώπη θα έχει γιορτάσει ήδη στις 31 Μαρτίου. Η αιτία; Η διαφορά ημερολογίου!

Ενώ οι Δυτικές Εκκλησίες ακολουθούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία βασίζεται στο Ιουλιανό. Αυτή η διαφορά θα συνεχίσει να αυξάνεται, με τις δύο ημερομηνίες να μην συμπίπτουν ποτέ μετά το 2700.

Στον 21ο αιώνα, η κοινή γιορτή θα συμβεί μόνο 31 φορές, όλο και πιο σπάνια σε κάθε επόμενο αιώνα. Η τελευταία φορά που Ορθόδοξοι και Καθολικοί θα γιορτάσουν μαζί την Ανάσταση υπολογίζεται το 2698, σηματοδοτώντας μια ιστορική στιγμή για τον Χριστιανισμό.

Από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, η εύρεση μιας κοινής ημερομηνίας για το Πάσχα αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνιών. Οι πρώτοι Χριστιανοί γιόρταζαν την Ανάσταση σε διάφορες ημερομηνίες, έως ότου η Α' Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. καθιέρωσε τον εορτασμό την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.

Η μέθοδος αυτή, που υιοθετήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, φέρνει συχνά το Πάσχα αργότερα σε σχέση με τον δυτικό κόσμο. Παρόλα αυτά, υπάρχουν σπάνιες χρονιές, όπως το 2025, όπου οι ημερομηνίες συμπίπτουν.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας για εναρμόνιση, το 1923 μια ομάδα Ορθόδοξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές εορτές, με εξαίρεση το Πάσχα, προκαλώντας αμφιλεγόμενες αντιδράσεις.

Η εξέλιξη των ημερολογίων

Πλήθος χρονολογικών συστημάτων άνθισαν ανά τους αιώνες, με λίγα όμως να αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. Μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., το ημερολόγιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βασισμένο στις φάσεις της Σελήνης, κυριαρχούσε.

Ωστόσο, η ατέλειά του δημιούργησε σημαντικές αποκλίσεις, ιδιαίτερα στην εαρινή ισημερία, με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.

Αναζητώντας λύση, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Το 44 π.Χ., 90 ημέρες προστέθηκαν στο έτος, αντικαθιστώντας την 1η Μαρτίου με την 1η Ιανουαρίου.

Αυτό το νέο ηλιακό ημερολόγιο, σε απόλυτη αρμονία με τις εποχές, όρισε τη διάρκεια του έτους στις 365,25 ημέρες. Η μικρή αυτή απόκλιση αντιμετωπιζόταν με την προσθήκη μίας ημέρας κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την "έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου", ονομαζόμενη "bis sextus". Η διπλή μέτρηση της ημέρας αυτής της χάρισε την ονομασία "δις έκτη" και το έτος που την περιλάμβανε "δίσεκτο".

Παρόλα αυτά, και το Ιουλιανό Ημερολόγιο παρουσίαζε σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων ετησίως. Μιάμιση χιλιετία αργότερα, η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί 11 ημέρες πίσω σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα.

Προκειμένου να αποφευχθεί ο εορτασμός των Χριστουγέννων φθινόπωρο και του Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση το 1582. Προστέθηκαν 10 ημέρες και, για να αποτραπούν μελλοντικές ασυμφωνίες, ορίστηκε η δισεκτότητα κάθε 400 χρόνια αντί για 100, εξαιρώντας τα έτη που διαιρούνται με 400 χωρίς υπόλοιπο 0.

Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης υιοθέτησαν σταδιακά το νέο σύστημα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα. Αγγλία και Αμερική υιοθέτησαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόλις το 1752.

Στην Ανατολή, η υιοθέτηση του Γρηγορίου ημερολογίου έγινε αργότερα. Όλα τα ορθόδοξα κράτη διατήρησαν το Ιουλιανό έως τον 20ό αιώνα.

Η Ελλάδα υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας την 16η Φεβρουαρίου 1η Μαρτίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος ενσωμάτωσε το νέο σύστημα στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου