Του Αθανάσιου Γκότοβου, τ. καθηγητή Παν/μίου Ιωαννίνων [Άρδην τ. 114]
Τι γνωρίζει σήμερα ο μέσος απόφοιτος του ελληνικού λυκείου γύρω από την περιδίνηση της ελληνικής μειονότητας στην πολύ δύσκολη για την ίδια την υπόστασή της δεκαετία του '40; Τι γνωρίζει ο μέσος Έλληνας φιλόλογος, που διδάσκει το μάθημα της Ιστορίας στα γυμνάσια και τα λύκεια για το ίδιο θέμα; Παρότι δεν διαθέτουμε συγκεκριμένα εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι, αν ξέρουν κάτι, τότε αυτό το έχουν μάθει στο πλαίσιο της «αυτομόρφωσης», δηλαδή χωρίς τη συμβολή του εκπαιδευτικού θεσμού. Για πολλές δεκαετίες, η φράση «Βόρειος Ήπειρος» και η λέξη «Βορειοηπειρώτες» ανήκαν στο μη πολιτικά ορθό λεξιλόγιο της πολιτικής και της εκπαίδευσης. Συνάδελφοι στα ελληνικά ΑΕΙ, που θα μπορούσαν να είναι η πηγή για τη γνώση που χρειάζονται οι εκπαιδευτικοί για τη διδασκαλία της Ιστορίας, διστάζουν να καταπιαστούν με ζητήματα που μπορεί να τους επιδαψιλέψουν την ετικέτα του «εθνικιστή» και του «γραφικού». Η ιδεολογική συγκυρία, ίσως σκέφτονται, δεν είναι ευνοϊκή, ας αναμένουμε πρώτα να προκύψει μια ευνοϊκότερη. Υπάρχουν, όμως, εκπαιδευτικοί και μαθητές που ζητούν αυτή την γνώση τώρα, κι όχι στο απώτερο μέλλον. Το παρόν άρθρο θέλει να είναι μια μικρή συμβολή για όσους επιθυμούν να μάθουν τώρα τι βίωσε και πώς έδρασε η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία στη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής και του αλβανικού κατοχικού εμφυλίου, και όχι όταν έρθει πρώτα η «ευνοϊκή» ιδεολογική συγκυρία.
Στο νότιο τμήμα της επικράτειας της σημερινής Αλβανίας – το οποίο για ιστορικούς, γεωγραφικούς και πολιτισμικούς λόγους έχει επικρατήσει να ονομάζεται Βόρειος Ήπειρος από όσους κατοικούσαν στο παρελθόν και όσους κατοικούν ακόμη και σήμερα στην περιοχή αυτή, χωρίς η ονομασία αυτή να συνδέεται αφ'εαυτής με αλυτρωτικές διαθέσεις – σημαντικό τμήμα του πληθυσμού είχε, και συνεχίζει να έχει, ελληνική εθνική συνείδηση ή ταυτότητα, παρά τον μακρόχρονο συγχρωτισμό (γάμοι, συγγενικοί δεσμοί) με μέλη της αλβανικής εθνοτικής ομάδας. Διεθνείς συσχετισμοί ισχύος και συγκυρίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές οδήγησαν στη μη ενσωμάτωση της περιοχής αυτής στην ελληνική επικράτεια και, επομένως, στην ύπαρξη μιας ελληνικής μειονότητας στο σύγχρονο – από το 1912 και μετά – αλβανικό κράτος. Η τύχη της μειονότητας αυτής κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και η προσπάθεια της Αλβανίας να την εργαλειοποιήσει ως μοχλό άσκησης πίεσης προς την ελληνική πολιτεία για την προώθηση οικονομικών και άλλων διεκδικήσεων, αλλά και ως αντίβαρο στη διαχείριση εκ μέρους της Ελλάδας μιας μη αναγνωρισμένης, αλλά ντε φάκτο υπαρκτής, (μουσουλμανικής) αλβανικής μειονότητας στην Ήπειρο, και συγκεκριμένα των μουσουλμάνων Τσάμηδων, είναι λίγο πολύ γνωστές[1].
Η κατάληψη της Αλβανίας από τον ιταλικό στρατό το 1939 και η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας ένα χρόνο αργότερα από αλβανικό έδαφος είχαν αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική μειονότητα, δεδομένου ότι η Ιταλία τη θεωρούσε ανέκαθεν απειλή για τα στρατηγικά συμφέροντά της στην Αλβανία. Η νικηφόρα ελληνική αντεπίθεση του 1940, η απώθηση των ιταλικών δυνάμεων από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και η εγκατάσταση ελληνικών στρατευμάτων στην ίδια περιοχή δημιούργησε, προς στιγμήν, την ελπίδα ότι η τύχη της μειονότητας θα μπορούσε να αλλάξει άρδην, με την ελληνική στρατιωτική παρουσία στα εδάφη της να εγγυάται τουλάχιστον την παραχώρηση εκ μέρους της Αλβανίας μιας σχετικής αυτονομίας στην ελληνική μειονότητα. Η έκβαση του πολέμου υπήρξε πολύ διαφορετική, όμως, και τα ιταλικά στρατεύματα θα καταλάβουν ξανά την περιοχή και, μαζί με αυτή, και την Ελλάδα, μετά τη γερμανική επίθεση του Απριλίου του 1941, την ήττα του ελληνικού στρατού και την αποχώρησή του από την Αλβανία. Μέσα σε λίγους μήνες, η τύχη της μειονότητας έπαιρνε διαφορετική τροπή και, τα επόμενα δύο χρόνια, οι Βορειοηπειρώτες βρέθηκαν μπροστά σε νέα, δύσκολα και, ίσως, καθοριστικά για την επιβίωσή τους στις πατρογονικές εστίες, διλήμματα.
Τα διλήμματα αυτά δεν αφορούσαν μόνο την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, αλλά ουσιαστικά όλες τις μειονότητες στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια: ποια θα είναι η στάση της μειονότητας απέναντι στο νέο καθεστώς πραγμάτων; Με ποια πλευρά θα συμμαχήσουν στη μεγάλη σύγκρουση; Και, σε περίπτωση που συμμαχούσε με τις δυνάμεις που αντιμάχονταν τα σχέδια της Ιταλίας και της Γερμανίας, ποιο θα ήταν το στίγμα της, όταν, μεταξύ των δυνάμεων αυτών, υπήρχαν ήδη από την αρχή της αντιστασιακής δράσης ορατά πολιτικοστρατιωτικά ρήγματα, εξ αιτίας των αμοιβαία αναιρούμενων στοχεύσεων των «συνεταίρων» στον αντιφασιστικό αγώνα αναφορικά με το καθεστωτικό ζήτημα (δηλαδή το πολιτικοοικονομικό σύστημα που προωθούσε κάθε πλευρά για την περίοδο μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου); Η ελληνική περίπτωση είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική για το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν για μια χώρα οι ρηγματώσεις αυτές μεταξύ των εταίρων του αντιστασιακού αγώνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρότι η Αλβανία στο σημείο αυτό στάθηκε πιο τυχερή, με την έννοια ότι ο κατοχικός εμφύλιος που εκδηλώθηκε κι εκεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που είχε εκδηλωθεί και στην Ελλάδα, δεν είχε τη διάρκεια και την ένταση του ελληνικού εμφυλίου μετά τον πόλεμο, η δομή του αλβανικού κατοχικού εμφυλίου εμφανίζει πολύ μεγάλη συγγένεια με την αντίστοιχη του ελληνικού. Μέσα στη διαφαινόμενη ήδη από το 1942 ένοπλη ανταγωνιστική αναμέτρηση μεταξύ των συντηρητικών, αντικομμουνιστικών εθνικιστικών δυνάμεων του Εθνικού Μετώπου (Bali Kombetar, BK) και του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (Fronti National Clirimtar, FNCL), δηλαδή του αλβανικού ΕΑΜ, η ελληνική μειονότητα βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, διότι, όποια κι αν ήταν η απόφασή της – ουδετερότητα, σύμπραξη με τα στρατεύματα κατοχής, σύμπραξη με τους μπαλίστες, σύμπραξη με τους κομμουνιστές – θα αντιμετώπιζε νομοτελειακά την αντίδραση κάποιου ή κάποιων από τους αντιμαχομένους και, στη χειρότερη περίπτωση, την αντίδραση όλων μαζί εναντίον της.
Όπως θα δούμε, η φάση αναζήτησης και επιβολής της «ορθής» πολιτικής γραμμής υπήρξε σχετικά σύντομη και φαίνεται να επηρεάστηκε από τους εξής παράγοντες: (α) τη συνεννόηση και τη συνεργασία του ελληνικού και του αλβανικού κομμουνιστικού κόμματος και των αντίστοιχων στρατιωτικών τους βραχιόνων[2], (β) τη διατήρηση σε προπαγανδιστικό επίπεδο εκ μέρους του ΚΚΑ (Kομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας) της προοπτικής για αυτονομία και αυτοδιάθεση της μειονότητας μετά τον πόλεμο[3], (γ) την έντονη προπαγανδιστική δράση μιας σειράς Βορειοηπειρωτών διανοουμένων (κυρίως εκπαιδευτικών) που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα και είχαν διαμορφώσει σοσιαλιστικό προσανατολισμό[4], (δ) τη νομιμοποίηση που παρείχε στο αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα και στο αντίστοιχο εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο ο συμμαχικός παράγοντας, με την αποστολή ειδικών οργανωτών αντιστασιακής δράσης, συμβούλων και σαμποτέρ στα πλαίσια της δράσης του OSS και του SOE στα Βαλκάνια, αλλά και της τροφοδοσίας του FNCL με οπλισμό και στρατιωτικό υλικό[5], (ε) την αποτυχία των προσπαθειών του ΕΔΕΣ του Ζέρβα για την οργάνωση της μειονότητας σε μια αυτόνομη αντιστασιακή δράση, έξω από το πλαίσιο του FNCL, εξ αιτίας κυρίως της δυναμικής εναντίωσης σε μια τέτοια προοπτική του KKA, του FNCL και των παραγόντων της μειονότητας που είχαν ενταχθεί σε αυτό, αλλά και της απαξίωσης της μειονότητας ως αυτόνομου φορέα αντίστασης εκ μέρους του συμμαχικού παράγοντα[6] και, τέλος, (στ) την έγκαιρη επικράτηση του FNCL στον αλβανικό Νότο για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων υπήρξε και η αδυναμία των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων να καλύψουν επαρκώς από στρατιωτικής πλευράς αυτή την περιοχή, ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση και την αιχμαλωσία των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1943[7].
Κατά τη διάρκεια της ιταλικής και αργότερα – από τον Σεπτέμβριο του 1943 και μετά – της γερμανικής κατοχής στην Αλβανία, διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ένοπλων ανταγωνιστικών ομάδων, που όλες δηλώνουν, μεν, ότι πολεμούν εναντίον του κατακτητή, πράγμα που ως ένα βαθμό και για μια ορισμένη περίοδο, ισχύει[8] για δύο τουλάχιστον από αυτές – το FNCL και το ΒΚ. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του FNCL και του ΒΚ, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του συμμαχικού παράγοντα να γεφυρώσει τις ήδη διαφαινόμενες αντιθέσεις το καλοκαίρι του 1943, με τη λεγόμενη συμφωνία του Μούκιε[9], επιβεβαιώνονται από όλα τα πληροφοριακά δελτία της 100ης γερμανικής μεραρχίας καταδρομών, που εγκαθίσταται στην κεντρική περιοχή της Αλβανίας από τα τέλη Αυγούστου του 1943[10] και επιχειρεί, για όλο σχεδόν το διάστημα, μέχρι την απαγκίστρωσή της από την περιοχή αυτή το Φθινόπωρο του 1944, εναντίον των δυνάμεων του FNCL, δηλαδή βρίσκεται σε ένοπλη σύγκρουση και με τα τρία μειονοτικά παρτιζάνικα τάγματα που είναι ενταγμένα πλέον στους στρατιωτικούς σχηματισμούς του FNCL.
Η εμφύλια σύγκρουση πιστοποιείται, επίσης, από τις αναφορές των υπευθύνων των ειδικών ομάδων διαφωτιστών, στρατιωτικών συμβούλων και σαμποτέρ που βρίσκονται στην Αλβανία ως απεσταλμένοι της OSS και της SOE κατά το επίμαχο διάστημα[11]. Ήταν σαφές, από το καλοκαίρι του 1943, ότι το κύριο μέλημα των αντιμαχόμενων πολιτικοστρατιωτικών παρατάξεων και τo βασικό τους διακύβευμα δεν υπήρξε η εκδίωξη των κατοχικών στρατευμάτων – ούτως ή άλλως, ένας τέτοιος στόχος θα ήταν στρατιωτικά ανέφικτος –, αλλά ο έλεγχος της πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία μετά τη λήξη του πολέμου. Η αρχική προσπάθεια συνεννόησης, τον Σεπτέμβριο του 1942, μεταξύ των υποστηρικτών του εξόριστου βασιλιά Ζώγου – κυρίως η ομάδα του Αμπάς Κουπί – του ΒΚ και του FNCL είχε πολύ μικρή διάρκεια, εφόσον κατέστη σαφές ότι το κομμουνιστικό κόμμα, μέσω του FNCL, στόχευε στην ηγεμονία του αντιστασιακού αγώνα και στη δημιουργία μονοπωλίου στρατιωτικής ισχύος στη χώρα, με την υπαγωγή όλων των υπόλοιπων αντιστασιακών οργανώσεων στην ελεγχόμενη από αυτό στρατιωτική δομή, ή την εξουδετέρωσή τους. Σε μια αναφορά του Πίτερ Κεμπ, μέλους της συμμαχικής αποστολής των ειδικών δυνάμεων (SOE) στην Αλβανία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, περιγράφεται η στάση και η τακτική της ηγεσίας του αλβανικού ΕΑΜ, ως εξής:
Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα της Βέρμαχτ σε σχέση με την απώτερη επιδίωξη του FNCL και του ΚΚΑ, δηλαδή του κύριου φορέα της αντιφασιστικής αντίστασης στην Αλβανία, όπως προκύπτει από ένα έγγραφο του διοικητή της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών, στρατηγού Ουτζ, προς τον διοικητή του ΧΧΙ Ορεινού Σώματος Στρατού, στρατηγό Φεν (στο οποίο υπάγεται διοικητικά η 100η Μεραρχία), όταν, στις 15.10.43, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής σε σχέση με την παρατηρούμενη επιφυλακτικότητα των κομμουνιστών (FNCL) να δίνουν μάχες με γερμανικά τμήματα:
Παρότι, όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών αντιστασιακών ομάδων και των αντίστοιχων πολιτικών τους φορέων ήταν ήδη ορατές από το φθινόπωρο του 1942, το κρίσιμο γεγονός, που επιτάχυνε την ένοπλη σύγκρουση και την παγίωσε σχεδόν μέχρι το τέλος της Κατοχής, ήταν η εξουδετέρωση της ιταλικής κατοχικής δύναμης και η αιχμαλωσία του μεγαλύτερου μέρους της από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943. Μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε ακριβώς εκείνη την εποχή στην Αλβανία δίνει ένα εμπιστευτικό ενημερωτικό φυλλάδιο του Γραφείου Πληροφοριών (Ic) της 100ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, μιας δύναμης περίπου 15.000 ανδρών[15] που, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην Αλβανία προερχόμενη από το Βούκοβαρ μέσω Σκοπίων[16], προκειμένου, από κοινού με τρεις άλλους σχηματισμούς (104η Μεραρχία Καταδρομών, 1η Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών και 297η Μεραρχία Πεζικού), να αποτρέψουν ενδεχόμενη συμμαχική απόβαση στα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής. Ανάμεσα στα άλλα στο κείμενο αυτό, που φέρει ημερομηνία 17.9.1943, αναφέρονται και τα εξής:
Δύο αιχμάλωτοι (Ιταλοί) παραδόθηκαν στο Γραφείο Πληροφοριών [Ic] […]
Σύνοψη:
«[…] Μια ομάδα ανταρτών από περίπου 1400 κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων βρίσκεται μεγάλος αριθμός Ελλήνων [σ.σ. μειονοτικών], διενεργεί αυτή την περίοδο επιθέσεις στο Πόγραδετς, στη δυτική όχθη της λίμνης Οχρίδας, από τον νότο.[…]».[32]
Τέλος, μοιάζει με τραγωδία το γεγονός ότι η ιστορική εξέλιξη ήρθε να διαψεύσει ακόμη κι εκείνους τους Βορειοηπειρώτες που έβλεπαν με θετική ματιά το καθεστώς Χότζα και, ενδεχομένως, να αισθάνονταν κάποια δικαίωση που, με τη δική τους αντιστασιακή συμβολή, το έκαναν πραγματικότητα. Η ιδέα, στο όνομα της οποίας πήραν το όπλο και στήριξαν τον αγώνα του FNCL εναντίον του κατακτητή, αλλά και των εθνικών ομάδων, κατέρρευσε σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, χωρίς να βρεθούν ομοϊδεάτες που να επιχειρήσουν, τουλάχιστον, να την υπερασπιστούν, σαν να υπήρχαν ελάχιστοι ωφελημένοι από το καθεστώς που κατέρρευσε. Και σε κάθε περίπτωση είναι τραγωδία να βιώνεις το ότι, με τη νέα κατάσταση στην Αλβανία, η ιστορία της Κατοχής ξαναγράφεται και οι θύτες και τα θύματα αλλάζουν πρόσημο, όπως το εκφράζει, με χαρακτηριστικό τρόπο, ένας Βορειοηπειρώτης που, ως νεολαίος, συμμετείχε ενεργά στον αντιφασιστικό αγώνα του FNCL μαζί με τον πατέρα του:
Στις 12 Μαρτίου 1995, σε μια λεγόμενη ιστορικοαναμνηστική συγκέντρωση που έγινε στο Λιμπόχοβο, με διάταγμα του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας της Αλβανίας Σαλή Μπερίσα, ανακηρύχτηκαν «Μάρτυρες της Δημοκρατίας» οι φονιάδες, οργανωτές και εκτελεστές του αποτρόπαιου εγκλήματος της Γλύνας, ο Φεμί Κούλα, ο Σελαμί Μπιλιμπάσι, ο Φεσάτ Χότζα και λοιποί. Μεγαλύτερη βεβήλωση της μνήμης των θυμάτων της Γλύνας και της Βλαχογοραντζής δε μπορούσε να γίνει! Έτριξαν τα κόκαλα των αδικοσκοτωμένων. Έμεινε άναυδος ο λαός της Δρόπολης και όλης της Μειονότητας απ' αυτήν την εξωφρενική και προσβλητική πράξη που το καθεστώς Μπερίσα, γνωστούς εγκληματίες και ανοιχτούς συνεργάτες των καταχτητών, τους ανακήρυξε «Μάρτυρες της Δημοκρατίας»![33]
Από το 1995 μέχρι σήμερα, έχουν σημειωθεί πολλά επεισόδια που δείχνουν ότι η ιστορία της Κατοχής και του κατοχικού εμφυλίου στην Αλβανία και της μειονοτικής εμπλοκής σε αυτόν ξαναγράφεται. Και στην περίπτωση της εκτέλεσης του άτυχου Κωνσταντίνου Κατσίφα στο μειονοτικό χωριό Βουλιαράτες από κρατικά όργανα στις 28.10.2018, ξαναγράφεται αιματηρά. Και όχι μόνον από την πλευρά της Αλβανίας.
[1] Μιχαλόπουλος 1993, Μαντά 2004
[2] Δαλιάνης 2000:94 κ.ε., 110 κ.ε.[9] Βλ. Pearson 2007: 265
[10] Barch MA RH 26-100-44
[11] Βλ. Lucas 2007, Baily 2011
[12] Βλ. Lucas ό.π. , σ. 30 (μετάφραση ΑΓ)
[13] Lucas ό.π., σ. 29 κ.ε. Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης Pearson 2006: 267 κ.ε. Η εκτίμηση του συμμαχικού παράγοντα ότι στην Αλβανία ταυτόχρονα με τον αντιστασιακό αγώνα εναντίον των ιταλικών και των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων διεξάγεται κι ένας εμφύλιος, με στόχο τον πολιτικό έλεγχο της χώρας μετά τον πόλεμο, αντιστοιχεί στην άκρα καχυποψία με την οποία ο αρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος και πολιτικός επίτροπος του αλβανικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού Εμβέρ Χότζα αντιμετώπιζε την παρουσία των συνδέσμων της SOE στην Αλβανία, με τους οποίους όμως ήταν υποχρεωμένος να συνεργαστεί για προφανείς λόγους (εφοδιασμός με όπλα, πυρομαχικά, στρατιωτικό υλικό και τεχνογνωσία). Βλ. Pearson 2007: 267.
[14] Barch MA RH 26-100-33
[15] Barch MA RH 26-100-54
[16] Barch MA RH 26-100-66
[17] Barch MA RH 26-100-32
[18] Barch MA RH 26-100-33
[19] Βλ. Γκότοβος 2014: 65 κ.ε.
[20] Barch MA RH 24-22-7.
[21] Barch MA RH 24-22-20, βλ. επίσης Δαλιάνης 2000: 108 κ.ε.
[22] Βλ. Δαλιάνης 2000:101 κ.ε.
[23] Βλ. Δαλιάνης 2000: 104 κ.ε.
[24] Βλ. Δαλιάνης 2000: 158 κ.ε.
[25] Βλ. Δαλιάνης 200: 96 κ.ε.
[26] Βλ. Δαλιάνης 2000: ΧΧ, Pearson 2006:306
[27] Βλ. Δαλιάνης 2000: 144 κ.ε., Γκουβέλης/Παππάς 1986:61.
[28] Βλ. Δαλιάνης 2000:147 κ.ε.
[29] Βλ. Δαλιάνης 2000: 223 κ.ε. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι υποσχέσεις αυτές έμειναν νεκρό γράμμα όχι μόνον μετά τον πόλεμο και την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έτσι π.χ. στο συνέδριο της Πρεμετής, την άνοιξη του 1944, όπου με πρωτοβουλία του ΚΚΑ δημιουργήθηκε ένα πρόπλασμα της μελλοντικής αλβανικής κυβέρνησης – κάτι σαν την ελληνική ΠΕΕΑ – με επικεφαλής τον ίδιο τον ηγέτη του ΚΚΑ, Εμβέρ Χότζα, οι προοπτικές της ελληνικής μειονότητας για αυτονομία ή αυτοδιάθεση αποσιωπήθηκαν όχι μόνον από τους Αλβανούς συνέδρους, αλλά και από τους μειονοτικούς αντιπροσώπους σε αυτό. Βλ. Δαλιάνης 2000:221 κ.ε.
[30] Δαλιάνης 2000
[31] Barch MA RH 26-100-33
[32] Barch MA RH 26-100-34
[33] Δαλιάνης 2000: 106 κ.ε.
Πηγές
Γκουβέλης, Λ., Παπάς, Γ. (1986). Άγνωστες ιστορικές στιγμές από το δράμα της Βορείου Ηπείρου, ΕΒΑΙ, Ιωάννινα.
Γκότοβος, Α. (2014). «Τσαμουριά»: Ταυτότητες στην κατοχική Θεσπρωτία και ο ρόλος της μουσουλμανικής μειονότητας, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα.
Δαλιάνης, Μ. (2000). Η εθνική αντίσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία (1940-1944), Εκδ. Ιωλκός, Αθήνα.
Μαντά, Ε. (2004). Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη.
Σαράντης, Θ. (1985). Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και ο Ναπολέων Ζέρβας, Αθήνα.
Μιχαλόπουλος, Δ. (1993). Τσάμηδες, Αρσενίδη, Αθήνα.
Μυριδάκης, Μ. (1976). Αγώνες της φυλής. Η εθνική αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ 1941-1944, Τόμος Α΄, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα.
Bailey, R. (2011). The Wildest Province: SOE in the Land of the Eagle, Vintage Digital, Λονδίνο.
Barch MA RH-26-100-32
Barch MA RH-26-100-33
Barch MA RH-26-100-34
Barch MA RH-26-100-44
Barch MA RH-26-100-54
Barch MA RH-26-100-66
Barch MA RH-24-22-7
Barch MA RH-24-22-20
Lucas, P. (2007). The OSS in World War II Albania: Covert Operations and Collaboration with Communist Partisans, Jefferson, N.C.: McFarland & Co.
Pearson, O. (2006). Albania in Occupation and War: From Fascism to Communism 1940-1945, I.B. Tauris.
Smiley, D. (1985). Albanian Assignment, Chatto & Windus.
Σχόλια