Προς χάριν των «ήρεμων νερών» μιας εθνικής αυταπάτης

Προς χάριν των «ήρεμων νερών» μιας εθνικής αυταπάτης

«Αντε να περάσει κι αυτή η επετειακή υποχρέωση, για να επανέλθουμε στα νερά μας», ερμηνεύαμε σημειολογικά κάθε χρόνο την τυπικότητα της περιορισμένης πολιτικής εκπροσώπησης της Ελλάδας στην ιστορική επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (Αττίλας 1&2, Ιούλιος-Αύγουστος 1974).

Όμως αυτήν τη φορά η στάση των εκπροσώπων της πολιτικής μας σκηνής ήταν κατά τι πιο «συμμετοχική» στο γενικευμένο κλίμα εθνικής αγανάκτησης Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων μετά από μισό αιώνα τουρκικής κατοχής της μισής σχεδόν Κύπρου.

Σημαντικό ρόλο σ' αυτό έπαιξε προφανώς η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τυραννισμένο νησί, η πρώτη Έλληνα πρωθυπουργού σε επετειακές εκδηλώσεις μνήμης. Μια παρουσία της οποίας προηγήθηκε η δήλωσή του «Η Κύπρος είναι η τελευταία κατεχόμενη και διαιρεμένη ευρωπαϊκή περιοχή» κατά την προσέλευσή του στην 4η Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, 18/7/'24), όπως και η παρουσία των Ανδρουλάκη-Κασελάκη απ' την Αντιπολίτευση, αν και στις επαφές τους με τον Κύπριο Πρόεδρο αμφότεροι δεν έκαναν καμιά αναφορά στις λέξεις «εισβολή», «κατοχή» και «απελευθέρωση» της Κύπρου...

Ωστόσο, τόσο η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο νησί ανήμερα της επετείου της εισβολής («απάντηση» στην παρουσία του Τ. Ερντογάν στα Κατεχόμενα [ο οποίος απέρριψε, ήδη, την ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό] και στην τουρκική φιέστα με 50 πλοία και drones Bayraktar Akinci) εκεί, όσο και στα λόγια του ΥΠΕΘΑ Νίκου Δένδια προ ημερών σε κυπριακό έδαφος (φαρμάκι για την Άγκυρα η αναφορά του σε «εισβολή» και «κατοχή»), ήταν «σημείο αναγνώρισης» του ελληνικού μηνύματος προς την Τουρκία για διαχρονική συμπαράσταση της Ελλάδας στην Κύπρο.

Συμπαράσταση που αφήνει γλυκόπικρη γεύση στο στόμα, γιατί θα έπρεπε να είναι πιο ουσιώδης και αποτελεσματική στο επίπεδο της Εξωτερικής πολιτικής μας. Κάτι που δε συμβαίνει, ωστόσο, λόγω της «κατευναστικής» απραξίας προς χάριν των «ήρεμων νερών» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Προς χάριν των «ήρεμων νερών» της εθνικής αυταπάτης μας, λόγος για τον οποίο το ελληνικό ΥΠΕΞ έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως από την άλλοτε ενιαία γραμμή Ελλάδας-Κύπρου περί διεθνοποίησης του Κυπριακού με βάση την επί μισό αιώνα τουρκική κατοχή στο 37% της Κύπρου (κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρισμένου κράτους στον ΟΗΕ, αλλά μη αναγνωρισμένου από την Τουρκία...).

Και σαν να μην έφτανε αυτή η αποστασιοποίηση (που δίνει μεγάλη χαρά στους γείτονες Τούρκους) - φρόντισαν οι ιθύνοντες του εν λόγω υπουργείου να απωλέσουμε (για λογαριασμό της Κύπρου) τα πλεονεκτήματα του θύματος έναντι του θύτη-Τουρκία.

Και τα απωλέσαμε ξεπλένοντας στην «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» τη λέξη «εισβολέας» από το μέτωπο της Τουρκίας ανοίγοντας φανερές ή κρυφές συζητήσεις μαζί της, που ξεκίνησαν ως μυστικές συναντήσεις με διαμεσολαβητή τη Γερμανία (βλ. μυστική τριμερής Βερολίνου, 2020 και Βρυξελλών 2022), για να μετεξελιχθούν σε ατέρμονες συζητήσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα (βλ. ΜΟΕ και Διακήρυξη Αθηνών) στο πλαίσιο των... «μικροελλαδικών» συμφερόντων τα οποία δεν περιλαμβάνουν την Κύπρο.

Χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα για τα συμφέροντα του Ελληνισμού, αλλά άκρως συμφέροντα για την Τουρκία λόγω σιωπηρής αναγνώρισης εκ μέρους μας κεκτημένων και αιτημάτων της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Κεκτημένων που διεκδικούσε (στην περίπτωση της Κύπρου) μέσω του Σχεδίου Ανάν (2004) και των συζητήσεων στο Κραν Μοντανά (2017), τα οποία αποδεικνύουν σήμερα ότι στρατηγική της Άγκυρας είναι να ορίσει την μοίρα όχι μόνο των Κατεχομένων της Κυπριακής Δημοκρατίας στο βόρειο τμήμα της, αλλά και του ελεύθερου και ανεξάρτητου κυπριακού κράτους.

Ουσιαστικά η Τουρκία επιδιώκει ετσιθελικά να περάσει το σχέδιό της για διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, ενώ εργάζεται πυρετωδώς για την αναγνώριση της «ΤΔΒΚ». Το πέρασε, άλλωστε, αυτό (ως ψήφισμα της τουρκικής Προεδρίας με αφορμή την 50ή επέτειο του «Αττίλα» στην Κύπρο), στο Τουρκικό Κοινοβούλιο:

«[...] Η θέση που δικαιούται το τουρκοκυπριακό κράτος ως ανεξάρτητο και ισότιμο κυρίαρχο μέλος της διεθνούς κοινότητας δεν μπορεί να αναβληθεί άλλο...».

Όπερ σημαίνει ότι, ενώ οι δικοί μας «καθεύδουν υπό μανδραγόρα» στο Κυπριακό (οι τελευταίες προσπάθειες επαναδιεθνοποίησης του Κυπριακού από τον πρωθυπουργό δεν καλύπτουν την τετράχρονη απραξία της κυβέρνησής του στο θέμα αυτό), οι Τούρκοι - προ των δικών μας υποχωρήσεων - ενισχύουν τη γεωπολιτική τους δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο μεγιστοποιώντας τον κίνδυνο για την Κύπρο.

Κι αυτό γιατί είναι ηλίου φαεινότερο ότι χωρίς τη στρατιωτική αρωγή της Ελλάδας, η Τουρκία - με δεδομένη την απροθυμία των ξένων για δίκαιη λύση του Κυπριακού λόγω των δικών τους προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ατομικά και συλλογικά (ΝΑΤΟ) - θα επιχειρήσει ενδεχομένως και τρίτη εισβολή, αν της δοθεί η παραμικρή αφορμή να το κάνει.

Με ολοένα και πιο πιθανό αυτό το ενδεχόμενο, γεννάται - εν προκειμένω - το ερώτημα:

Και εμείς ως Ελλάδα και ελληνική κυβέρνηση (απευθύνομαι στον πρωθυπουργό κι όχι τον υπουργό Εξωτερικών, γνωστό για τους τεμενάδες του προς τον Τούρκο Πρόεδρο) δε θα κάνουμε κάτι για να αφυπνίσουμε τη διεθνή κοινή γνώμη (μιλώ για αφύπνιση διαρκείας, όχι πρόσκαιρη και επικοινωνιακή), ώστε να μην επιτρέψουμε να κατασπαραχθεί από την Τουρκία η Κύπρος για τρίτη φορά;

Θα εξακολουθούμε να μένουμε βουβοί και αμέτοχοι ακολουθώντας πιστά το δόγμα της σύγχρονης «Ψωροκώσταινας» (βλ. μινιμαλιστικό «δόγμα Ροζάκη», που θεωρεί μαξιμαλισμό και μεγαλοϊδεατισμό κάθε δικαιωματική διεκδίκηση της Ελλάδας - επέκταση ΕΧΥ στα 12 νμ, λ.χ - έστω κι αν χρειαστεί να περιοριστεί σταδιακά στην μικροελλαδική ηπειρωτική της διάσταση);

Διάσταση που «υπαγόρευσε» την ελληνική κυβέρνηση να μη στείλει συμβολικά αεροπλάνα και πλοία μας ούτε στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, ως σήμα συμπαράστασης στην Μεγαλόνησο και προειδοποιητικό για Τουρκία που θα έδινε ελπίδα ενθάρρυνσης στον κυπριακό λαό την ώρα που το νησί του στα Κατεχόμενα δέχεται απανωτές προκλήσεις.

Προφανώς αυτό που προέχει για την ελληνική κυβέρνηση είναι η διαφύλαξη των «ήρεμων νερών» με κάθε κόστος. Η δυσώδης κολόνια του κατευνασμού της υποτέλειας, της ηθελημένης απραξίας και της οσφυοκαμψίας κρατάει χρόνια (βλ. 1996-Ίμια) και δεν αντιμετωπίζεται, θα μου πείτε.

Γι' αυτό φτάσαμε να μας συγκινούν οι αυτονόητες δηλώσεις του ΥΠΕΘΑ κ. Δένδια από την Κύπρο προς αποστόμωση της θρασείας Τουρκίας, την οποία αποχαλίνωσε η ελληνική Εξωτερική πολιτική. Η πολιτική του κατευνασμού, του εξευμενισμού, που κατέληξε συνώνυμη του εθνικού ευνουχισμού μας.

Όλα αυτά πού οδηγούν; Οδηγούν στη θλιβερή διαπίστωση πως με την παθητική στάση μας δίνουμε αέρα στα πανιά της Τουρκίας για νέες διεκδικήσεις. Στην περίπτωση ειδικά του Κυπριακού, η προσπάθεια του πρωθυπουργού να βγάλει απ' το κάδρο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών την Κύπρο προς επίτευξη της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (ξεχνώντας πως η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας), είχε σαν αποτέλεσμα - αντί του περιορισμού - την αύξηση των ορέξεων της Τουρκίας για τα νησιά του Αιγαίου .

Πέραν αυτού, η αποδοχή του μινιμαλιστικού πνεύματος από την μεριά μας έναντι του μαξιμαλιστικού εκείνης, ανέκοψε την εξοπλιστική ρότα ανταγωνισμού μας για υπερίσχυση της Ελλάδας στο Αιγαίο και άνοιξε δρόμο για οικονομικές πολιτικές με την γείτονα σε επίπεδο τουρισμού κυρίως, όπου η έκδοση βίζας εξπρές 7 ημερών οδήγησε μαζικά τους Τούρκους στα ελληνικά νησιά με κίνδυνο τη «σταδιακή και ήπια τουρκοποίησή» τους.

Τουρκοποίηση την οποία προέβλεπε απ' το 1988 ο Τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ, όταν έλεγε ότι δεν χρειαζόταν να γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Αρκούσε η μετακίνηση προς τα δυτικά (άρα στα ελληνικά νησιά) μερικών εκατομμυρίων Τούρκων.

Όλα αυτά και άλλα πολλά αποτελούν δείγματα εθνικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας. Και όταν αυτή αποδυναμώνεται εθνικά, αποδυναμώνεται παράλληλα και η Κύπρος, η τελευταία κοιτίδα Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η εθνική αποδυνάμωση αμφότερων, ασφαλώς, είναι από καιρό ορατή λόγω της χαλάρωσης των εθνικών δεσμών Ελλάδας-Κύπρου και της λανθασμένης στρατηγικής μας που υποβαθμίζει συστηματικά την τουρκική εισβολή στην Μεγαλόνησο μετατρέποντας την ελληνική Εξωτερική πολιτική σε αέναο κλαψούρισμα απέναντι στην Τουρκία.

Με δεδομένα αυτά οδηγηθήκαμε «σήμερα» (18/7/'24) στο ψήφισμα του τουρκικού Κοινοβουλίου (με αφορμή την πεντηκοστή επέτειο του «Αττίλα»), που ζητά διεθνή αναγνώριση της «ΤΔΒΚ». Ψήφισμα θράσους και ωμότητας της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, το οποίο αποκαλεί «ειρηνευτική επιχείρηση για απελευθέρωση του τουρκοκυπριακού λαού» την αιματηρή εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.

Ψήφισμα που ανέδειξε την 50η επέτειο εισβολής του Αττίλα ως «σύμβολο της προστασίας των δικαιωμάτων, της κυριαρχίας και της ισότητας των Τουρκοκυπρίων» , ενώ σε ανάλογο πνεύμα ήταν και η ανάρτηση του τουρκικού υπουργείου Άμυνας, η οποία έκλεισε με την εικόνα του Μωάμεθ Β' του Πορθητή να μπαίνει στην Κωνσταντινούπολη.

Σε μια αποστροφή μάλιστα του ψηφίσματος, το ΥΠΑΜ της Τουρκίας εκτόξευσε κατά του Ελληνισμού τη γνωστή απειλή «Μην με καλείς τόσο από καρδίας, μπορεί να έρθω ξαφνικά ένα βράδυ…», (με αφορμή την 50η επέτειο-σύμβολο από την εισβολή στην Κύπρο).

Απάντηση σε αυτό και στις προκλήσεις Ερντογάν από τα Κατεχόμενα, έδωσε ο ευρισκόμενος εκεί (στο τμήμα της ελεύθερης Κύπρου) Έλληνας πρωθυπουργός λέγοντας, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του (κατά την εκδήλωση μνήμης που διοργάνωσε στο Προεδρικό Μέγαρο ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης, επ' ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 ετών από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) ότι:

«Ο Ελληνισμός δε θα πάψει να αγωνίζεται μέχρι να επανενωθεί η Κύπρος». Λόγος που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν όρκος τιμής ο οποίος προϋποθέτει εθνική εγρήγορση και αποφασιστική διεκδίκηση των καταπατημένων δικαίων της Κύπρου, αν δεν «γρατζούνιζε» τις εθνικές χορδές μας η αποφυγή της φράσης «τουρκικός στρατός κατοχής» και της λέξης που ονοματίζει τον εισβολέα: Τουρκία!!!

Με δεδομένα αυτά, οδηγούμαστε λογικά στο καταληκτικό ερώτημα: «Σ' αυτές τις κλιμακούμενες τουρκικές προκλήσεις για την Κύπρο - στις οποίες προστίθενται, εντωμεταξύ, και νέες που στοχοποιούν θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου (σ.σ. τουρκική navtex βαφτίζει «τουρκική υφαλοκρηπίδα» περιοχή νότια της Καρπάθου) - πώς μπορούμε να απαντήσουμε εμείς;

Θα απαντήσουμε, εύχομαι και ευελπιστώ, με πράξεις εθνικής ευθύνης. Και πράξη εθνικής ευθύνης είναι η στρατηγική αναθεώρηση από μηδενική βάση στο Κυπριακό με οριστική απομάκρυνση Ελλάδας και Κύπρου από τις «ουρές» που άφησαν πίσω τους η απαράδεκτη «συνθήκη εγγυήσεων» του 1960 και το Σχέδιο Ανάν του 2004, μια από τις οποίες «ουρές» (στην τελευταία περίπτωση) είναι η «Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία» με πολιτική ισότητα - λύση τύπου Ανάν και αυτή - Σχέδιο που επανέρχεται καμουφλαρισμένο από το παράθυρο, αν και είχε απορρίψει ο κυπριακός λαός το 2004 με 76% πλειοψηφία επί Προεδρίας του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου.

Στη θέση αυτού που προτάθηκε μεν από τον ΟΗΕ, αλλά προωθήθηκε σε αυτόν (για να μην πω «υποδείχθηκε») από ΗΠΑ και Βρετανία (σχέδιο της οποίας απ' το 1957 είναι η εν λόγω εισήγηση λύσης την οποία υιοθέτησε ο Γ.Γ του Διεθνούς Οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες), εμείς (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) - οφείλουμε να εκπονήσουμε και να προτείνουμε νέο σχέδιο που να κάνει πράξη για τον κυπριακό λαό αυτό που πιπιλίζουν ως ευχή εδώ και 50 χρόνια οι πολιτικοί σε Ελλάδα και Κύπρο, χωρίς να καταφέρουν να το πραγματοποιήσουν:

Μια δίκαιη και βιώσιμη λύση που να ενώνει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους σε μια ενιαία Κύπρο με διαφυλαγμένα όμως ακέραια τον ελληνικό χαρακτήρα της και τον ιστορικό ρόλο της ως τελευταίας κοιτίδας του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.

Κρινιώ Καλογερίδου

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου